γκάφα

γκάφα
η
άστοχος, επιπόλαιος λόγος ή ενέργεια που μπορεί να προκαλέσει ζημιά ή δυσαρέσκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaffe].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γκάφα — η (λ. γαλλ.), άστοχη και απερίσκεπτη ενέργεια: Έκανα γκάφα αλλά θα επανορθώσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γκαφαδόρος — ο αυτός που κάνει γκάφες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γκάφα + παραγωγική κατάληξη δόρος (πρβλ. αμακαδόρος, αβανταδόρος)] …   Dictionary of Greek

  • καταφερτζής — ὁ θηλ. καταφερτζού αυτός που επιδιώκει κάτι και τό επιτυγχάνει με οποιοδήποτε μέσο, επιτήδειος, επιδέξιος, καπάτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταφερ τού καταφέρνω (πρβλ. αόρ. κατάφερ α) + κατάλ. τζής / τζού (πρβλ. γκαφα τζής, κουλουρ τζής)] …   Dictionary of Greek

  • κανείς — και κανένας και κάνας θηλ. καμιά ουδ. κανένα και κάνα αόρ. αντων. 1. σε προτάσεις ερωτηματικές ή και καταφατικές σημαίνει ένας τουλάχιστο, έστω και ένας, κάποιος: Έχεις κανένα μολύβι που να μην το χρειάζεσαι; 2. ούτε ένας: Κανέναν δε φοβήθηκα από …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”